αποκαρδιώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποκαρδιώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποκαρδιώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκαρδιώνομαι | αποκαρδιωνόμουν(α) | θα αποκαρδιώνομαι | να αποκαρδιώνομαι | ||
β' ενικ. | αποκαρδιώνεσαι | αποκαρδιωνόσουν(α) | θα αποκαρδιώνεσαι | να αποκαρδιώνεσαι | (αποκαρδιώνου) | |
γ' ενικ. | αποκαρδιώνεται | αποκαρδιωνόταν(ε) | θα αποκαρδιώνεται | να αποκαρδιώνεται | ||
α' πληθ. | αποκαρδιωνόμαστε | αποκαρδιωνόμαστε αποκαρδιωνόμασταν |
θα αποκαρδιωνόμαστε | να αποκαρδιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποκαρδιώνεστε | αποκαρδιωνόσαστε αποκαρδιωνόσασταν |
θα αποκαρδιώνεστε | να αποκαρδιώνεστε | (αποκαρδιώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποκαρδιώνονται | αποκαρδιώνονταν αποκαρδιωνόντουσαν |
θα αποκαρδιώνονται | να αποκαρδιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκαρδιώθηκα | θα αποκαρδιωθώ | να αποκαρδιωθώ | αποκαρδιωθεί | ||
β' ενικ. | αποκαρδιώθηκες | θα αποκαρδιωθείς | να αποκαρδιωθείς | αποκαρδιώσου | ||
γ' ενικ. | αποκαρδιώθηκε | θα αποκαρδιωθεί | να αποκαρδιωθεί | |||
α' πληθ. | αποκαρδιωθήκαμε | θα αποκαρδιωθούμε | να αποκαρδιωθούμε | |||
β' πληθ. | αποκαρδιωθήκατε | θα αποκαρδιωθείτε | να αποκαρδιωθείτε | αποκαρδιωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποκαρδιώθηκαν αποκαρδιωθήκαν(ε) |
θα αποκαρδιωθούν(ε) | να αποκαρδιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποκαρδιωθεί | είχα αποκαρδιωθεί | θα έχω αποκαρδιωθεί | να έχω αποκαρδιωθεί | αποκαρδιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποκαρδιωθεί | είχες αποκαρδιωθεί | θα έχεις αποκαρδιωθεί | να έχεις αποκαρδιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποκαρδιωθεί | είχε αποκαρδιωθεί | θα έχει αποκαρδιωθεί | να έχει αποκαρδιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκαρδιωθεί | είχαμε αποκαρδιωθεί | θα έχουμε αποκαρδιωθεί | να έχουμε αποκαρδιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποκαρδιωθεί | είχατε αποκαρδιωθεί | θα έχετε αποκαρδιωθεί | να έχετε αποκαρδιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκαρδιωθεί | είχαν αποκαρδιωθεί | θα έχουν αποκαρδιωθεί | να έχουν αποκαρδιωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποκαρδιωμένος - είμαστε, είστε, είναι αποκαρδιωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποκαρδιωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποκαρδιωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποκαρδιωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποκαρδιωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποκαρδιωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποκαρδιωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποκαρδιώνομαι
|