φυλλοκάρδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυλλοκάρδι | τα | φυλλοκάρδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φυλλοκάρδι | τα | φυλλοκάρδια |
κλητική | φυλλοκάρδι | φυλλοκάρδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυλλοκάρδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φυλλοκάρδι. Μορφολογικά αναλύεται σε φύλλ(ο) + -ο- + καρδ(ιά) + -ι
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυλλοκάρδι ουδέτερο
- η καρδιά, με την έννοια του κέντρου των συναισθημάτων, ο εσωτερικός ψυχικός κόσμος
- ※ Αναστέναξε, ένιωθες τα φυλλοκάρδια του σκίστηκαν. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
Εκφράσεις επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- Και η λέξη αναλυμένη στα συνθετικά της, όπως στη μεσαιωνική ελληνική φυλλοκάρδι
- ※ Φύσηξε έρωτας βοριάς μέσα στα φύλλα της καρδιάς ... (από τραγούδι των Ζιγκ Ζαγκ)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυλλοκάρδι
|