↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροκαρδία οι μικροκαρδίες
      γενική της μικροκαρδίας των μικροκαρδιών
    αιτιατική τη μικροκαρδία τις μικροκαρδίες
     κλητική μικροκαρδία μικροκαρδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικροκαρδία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microcardie[1] < αρχαία ελληνική μικρο- + καρδία (μαρτυρείται από το 1890).[2] Μορφολογικά αναλύεται σε μικρο- + -καρδία.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.kɾo.kaɾˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρο‐καρ‐δί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικροκαρδία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μικρός και καρδιά

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. μικροκαρδίαι, αἱ - σελ. 657, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου