-καρδία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -καρδία | οι | -καρδίες |
γενική | της | -καρδίας | των | -καρδιών |
αιτιατική | τη(ν) | -καρδία | τις | -καρδίες |
κλητική | -καρδία | -καρδίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -καρδία < (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία -cardia < αρχαία ελληνική καρδία, όπως η νεολατινική -cardia, η γαλλική -cardie (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaɾˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -καρ‐δί‐α
Επίθημα
επεξεργασία-καρδία θηλυκό
- (ιατρική) δεύτερο συνθετικό για το σχηματισμό όρων που αναφέρονται σε νόσο ή παθολογική κατάσταση της καρδιάς με τον τρόπο που ορίζεται στο πρώτο συνθετικό
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Όροι που λήγουν σε καρδία — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)