↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικρόκαρδος η μικρόκαρδη το μικρόκαρδο
      γενική του μικρόκαρδου της μικρόκαρδης του μικρόκαρδου
    αιτιατική τον μικρόκαρδο τη μικρόκαρδη το μικρόκαρδο
     κλητική μικρόκαρδε μικρόκαρδη μικρόκαρδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικρόκαρδοι οι μικρόκαρδες τα μικρόκαρδα
      γενική των μικρόκαρδων των μικρόκαρδων των μικρόκαρδων
    αιτιατική τους μικρόκαρδους τις μικρόκαρδες τα μικρόκαρδα
     κλητική μικρόκαρδοι μικρόκαρδες μικρόκαρδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικρόκαρδος < μικρό- + καρδ(ιά) + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /miˈkɾo.kar.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρό‐καρ‐δος

  Επίθετο

επεξεργασία

μικρόκαρδος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία