μικρόκαρδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miˈkɾo.kar.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρό‐καρ‐δος
Επίθετο
επεξεργασίαμικρόκαρδος, -η, -ο
- (κτητικό σύνθετο) μικρόψυχος, δίχως ιδιαίτερη αγάπη ή θετικά συναισθήματα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μικρόκαρδος
|