μικρόκαρδων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμικρόκαρδων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μικρόκαρδος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μικρόκαρδος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μικρόκαρδος
μικρόκαρδων