έξω καρδιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- έξω καρδιά < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαέξω καρδιά άκλιτο
- (επίθετο) που δεν παίρνει κατάκαρδα τις καταστάσεις και είναι πάντα αισιόδοξος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία έξω καρδιά
|