Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενδοκαρδιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενδοκαρδιακ
ός
η
ενδοκαρδιακ
ή
το
ενδοκαρδιακ
ό
γενική
του
ενδοκαρδιακ
ού
της
ενδοκαρδιακ
ής
του
ενδοκαρδιακ
ού
αιτιατική
τον
ενδοκαρδιακ
ό
την
ενδοκαρδιακ
ή
το
ενδοκαρδιακ
ό
κλητική
ενδοκαρδιακ
έ
ενδοκαρδιακ
ή
ενδοκαρδιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενδοκαρδιακ
οί
οι
ενδοκαρδιακ
ές
τα
ενδοκαρδιακ
ά
γενική
των
ενδοκαρδιακ
ών
των
ενδοκαρδιακ
ών
των
ενδοκαρδιακ
ών
αιτιατική
τους
ενδοκαρδιακ
ούς
τις
ενδοκαρδιακ
ές
τα
ενδοκαρδιακ
ά
κλητική
ενδοκαρδιακ
οί
ενδοκαρδιακ
ές
ενδοκαρδιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενδοκαρδιακός
<
ενδο-
+
καρδιακός
Επίθετο
επεξεργασία
ενδοκαρδιακός -ή -ό
που βρίσκεται ή συμβαίνει μέσα στη
καρδιά
που σχετίζεται με το
ενδοκάρδιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενδοκαρδιακός
αγγλικά
:
endocardial
(en)