σπαραξικάρδιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπαραξικάρδιος < ελληνιστική σπάραξις + -κάρδιος (< καρδιά + -ος) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική heartrending
Επίθετο επεξεργασία
σπαραξικάρδιος, -α, -ο
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπαραξικάρδιος