θελξικάρδιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θελξικάρδιος < μεσαιωνική ελληνική θελξικάρδιος < θελξι- (< θέλγω) + -κάρδιος (< καρδία)
Επίθετο
επεξεργασίαθελξικάρδιος, -α, -ο
- που μας ευχαριστεί, που μας κάνει να χαιρόμαστε
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θελξικάρδιος
|