↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκαρδιακός η γκαρδιακή το γκαρδιακό
      γενική του γκαρδιακού της γκαρδιακής του γκαρδιακού
    αιτιατική τον γκαρδιακό την γκαρδιακή το γκαρδιακό
     κλητική γκαρδιακέ γκαρδιακή γκαρδιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκαρδιακοί οι γκαρδιακές τα γκαρδιακά
      γενική των γκαρδιακών των γκαρδιακών των γκαρδιακών
    αιτιατική τους γκαρδιακούς τις γκαρδιακές τα γκαρδιακά
     κλητική γκαρδιακοί γκαρδιακές γκαρδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γκαρδιακός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γκαρδιακός / ἐγκαρδιακός < αρχαία ελληνική ἐγκάρδιος < καρδία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡaɾ.ðʝaˈkos/ & /ɡaɾ.ði̯aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκαρ‐δια‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

γκαρδιακός, -ή, -ό

  1. επιστήθιος, πολύ αγαπημένος
  2. εγκάρδιος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Επίθετο

επεξεργασία

γκαρδιακός