↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεκαρδιστικός η ξεκαρδιστική το ξεκαρδιστικό
      γενική του ξεκαρδιστικού της ξεκαρδιστικής του ξεκαρδιστικού
    αιτιατική τον ξεκαρδιστικό την ξεκαρδιστική το ξεκαρδιστικό
     κλητική ξεκαρδιστικέ ξεκαρδιστική ξεκαρδιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεκαρδιστικοί οι ξεκαρδιστικές τα ξεκαρδιστικά
      γενική των ξεκαρδιστικών των ξεκαρδιστικών των ξεκαρδιστικών
    αιτιατική τους ξεκαρδιστικούς τις ξεκαρδιστικές τα ξεκαρδιστικά
     κλητική ξεκαρδιστικοί ξεκαρδιστικές ξεκαρδιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεκαρδιστικός < ξεκαρδίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kse.kaɾ.ðis.tiˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

ξεκαρδιστικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία