Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεκαρδιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεκαρδιστικ
ός
η
ξεκαρδιστικ
ή
το
ξεκαρδιστικ
ό
γενική
του
ξεκαρδιστικ
ού
της
ξεκαρδιστικ
ής
του
ξεκαρδιστικ
ού
αιτιατική
τον
ξεκαρδιστικ
ό
την
ξεκαρδιστικ
ή
το
ξεκαρδιστικ
ό
κλητική
ξεκαρδιστικ
έ
ξεκαρδιστικ
ή
ξεκαρδιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεκαρδιστικ
οί
οι
ξεκαρδιστικ
ές
τα
ξεκαρδιστικ
ά
γενική
των
ξεκαρδιστικ
ών
των
ξεκαρδιστικ
ών
των
ξεκαρδιστικ
ών
αιτιατική
τους
ξεκαρδιστικ
ούς
τις
ξεκαρδιστικ
ές
τα
ξεκαρδιστικ
ά
κλητική
ξεκαρδιστικ
οί
ξεκαρδιστικ
ές
ξεκαρδιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεκαρδιστικός
<
ξεκαρδίζω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
kse.kaɾ.ðis.tiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
ξεκαρδιστικός
που προκαλεί μεγάλο
γέλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεκαρδιστικός
αγγλικά
:
hilarious
(en)
,
exhilerating
(en)
γαλλικά
:
hilarant
(fr)