ανοιχτόκαρδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ανοιχτόκαρδος, -η, -ο
- εξωστρεφής, αισιόδοξος, με καλή διάθεση, με κατανόηση για τους άλλους, συνήθως κεφάτος, χαμογελαστός, που δεν είναι μεμψίμοιρος
Συγγενικά επεξεργασία
- ανοιχτόκαρδα
- ανοιχτοκαρδιά
- ανοιχτοκαρδίζω
- → δείτε τις λέξεις ανοιχτός και καρδιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανοιχτόκαρδος