καρδίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρδίτιδα < (καθαρεύουσα) καρδῖτις, από την αιτιατική ενικού «τὴν καρδίτιδα» < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cardite < αρχαία ελληνική καρδιά + -ῖτις
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρδίτιδα θηλυκό
- (παρωχημένο, ιατρική) φλεγμονή της καρδιάς