περικαρδίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περικαρδίτιδα < περικάρδιο + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερικαρδίτιδα θηλυκό
- (καρδιολογία, ιατρική) φλεγμονή του περικαρδίου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περικαρδίτιδα
|