περικάρδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περικάρδιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περικάρδιον (< ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου περικάρδιος) Μορφολογικά αναλύεται σε περι + -κάρδιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερικάρδιο ουδέτερο
- (καρδιολογία, ανατομία) θύλακας που περιβάλλει την καρδιά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- περικάρδιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- περικάρδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας