Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρυκαρδίζω < βαρυ- + καρδιά + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

βαρυκαρδίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία