καρδιογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρδιογράφημα < λόγιο ενδογενές δάνειο: cardiogram < αρχαία ελληνική καρδία + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρδιογράφημα ουδέτερο
- (καρδιολογία, ιατρική) γραφική απεικόνιση της λειτουργίας της καρδιάς, που συμβάλλει στην διάγνωση καρδιακών δυσλειτουργιών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καρδιογράφος, καρδιά και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρδιογράφημα
|