κυστεΐνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυστεΐνη < κυστίνη < κύστις + -ίνη (η κυστίνη αρχικά απομονώθηκε από νεφρόλιθους).
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυστεΐνη θηλυκό
- (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
- (βιοχημεία, αμινοξύ) μη απαραίτητο αμινοξύ που περιέχει θείο. Έχει τύπο HS-CH2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Cys ή C. Χαρακτηριστικό της κυστεΐνης είναι ότι έχει ομάδα θειόλης (ρίζα -SH) με την οποία συμμετέχει σε οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις. Δύο μόρια κυστεΐνης μπορούν να ενωθούν με δισουλφιδικό δεσμό (γέφυρα θείου S-S) και να σχηματίσουν κυστίνη.