κυστίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυστίνη | οι | κυστίνες |
γενική | της | κυστίνης | των | κυστινών |
αιτιατική | την | κυστίνη | τις | κυστίνες |
κλητική | κυστίνη | κυστίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυστίνη θηλυκό
- (βιοχημεία, αμινοξύ) άλλη μορφή του κυστεΐνη