↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεφρόλιθος οι νεφρόλιθοι
      γενική του νεφρόλιθου
νεφρολίθου
των νεφρόλιθων
νεφρολίθων
    αιτιατική τον νεφρόλιθο τους νεφρόλιθους
νεφρολίθους
     κλητική νεφρόλιθε νεφρόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεφρόλιθος (μαρτυρείται από το 1890)[1]< λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nephrolith < αρχαία ελληνική νεφρός + αρχαία ελληνική λίθος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεφρόλιθος θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 696, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου