Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεφρολιθικός η νεφρολιθική το νεφρολιθικό
      γενική του νεφρολιθικού της νεφρολιθικής του νεφρολιθικού
    αιτιατική τον νεφρολιθικό τη νεφρολιθική το νεφρολιθικό
     κλητική νεφρολιθικέ νεφρολιθική νεφρολιθικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεφρολιθικοί οι νεφρολιθικές τα νεφρολιθικά
      γενική των νεφρολιθικών των νεφρολιθικών των νεφρολιθικών
    αιτιατική τους νεφρολιθικούς τις νεφρολιθικές τα νεφρολιθικά
     κλητική νεφρολιθικοί νεφρολιθικές νεφρολιθικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεφρολιθικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nephrolithic < nephrolith < ελληνιστική κοινή νεφρός + αρχαία ελληνική λίθος

  Επίθετο επεξεργασία

νεφρολιθικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία