κυστεκτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυστεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cystectomie < αρχαία ελληνική κύστις + ἐκτομή
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυστεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) η αφαίρεση κύστης με χειρουργική επέμβαση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυστεκτομή