↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυστεοσκόπηση οι κυστεοσκοπήσεις
      γενική της κυστεοσκόπησης* των κυστεοσκοπήσεων
    αιτιατική την κυστεοσκόπηση τις κυστεοσκοπήσεις
     κλητική κυστεοσκόπηση κυστεοσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυστεοσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυστεοσκόπηση < κύστη + -ο- + -σκόπηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cystoscopy)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυστεοσκόπηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία