κυστεοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυστεοσκόπηση | οι | κυστεοσκοπήσεις |
γενική | της | κυστεοσκόπησης* | των | κυστεοσκοπήσεων |
αιτιατική | την | κυστεοσκόπηση | τις | κυστεοσκοπήσεις |
κλητική | κυστεοσκόπηση | κυστεοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυστεοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυστεοσκόπηση < κύστη + -ο- + -σκόπηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cystoscopy)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυστεοσκόπηση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- κυστοσκόπιο / κυστεοσκόπιο
- κυστοσκοπικός / κυστεοσκοπικός
- → δείτε τις λέξεις κύστη και σκοπώ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυστεοσκόπηση