-σκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -σκόπηση | οι | -σκοπήσεις |
γενική | της | -σκόπησης* | των | -σκοπήσεων |
αιτιατική | τη(ν) | -σκόπηση | τις | -σκοπήσεις |
κλητική | -σκόπηση | -σκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, -σκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -σκόπηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -σκόπησις < -σκοπῶ και (λόγιο δάνειο) γαλλική -scopie[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsko.pi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -σκό‐πη‐ση
Επίθημα
επεξεργασία-σκόπηση θηλυκό
- β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-σκόπηση" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -σκόπηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)