Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυστίδιο < κύστη + -ίδιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυστίδιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία