χολοκυστογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χολοκυστογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cholecystography < αρχαία ελληνική χολή + κύστις + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχολοκυστογραφία θηλυκό
- (ιατρική) ακτινογραφία μιας χοληδόχου κύστης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χολοκυστογραφία