κοψοχολιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακοψοχολιάζω
- αιφνιδιάζω κάποιον και τον τρομάζω, συνήθως όμως χωρίς να υπάρχει επαρκής λόγος
- Τι ήταν αυτά που μου είπες και με κοψοχόλιασες;
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοψοχολιάζω | κοψοχόλιαζα | θα κοψοχολιάζω | να κοψοχολιάζω | κοψοχολιάζοντας | |
β' ενικ. | κοψοχολιάζεις | κοψοχόλιαζες | θα κοψοχολιάζεις | να κοψοχολιάζεις | κοψοχόλιαζε | |
γ' ενικ. | κοψοχολιάζει | κοψοχόλιαζε | θα κοψοχολιάζει | να κοψοχολιάζει | ||
α' πληθ. | κοψοχολιάζουμε | κοψοχολιάζαμε | θα κοψοχολιάζουμε | να κοψοχολιάζουμε | ||
β' πληθ. | κοψοχολιάζετε | κοψοχολιάζατε | θα κοψοχολιάζετε | να κοψοχολιάζετε | κοψοχολιάζετε | |
γ' πληθ. | κοψοχολιάζουν(ε) | κοψοχόλιαζαν κοψοχολιάζαν(ε) |
θα κοψοχολιάζουν(ε) | να κοψοχολιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοψοχόλιασα | θα κοψοχολιάσω | να κοψοχολιάσω | κοψοχολιάσει | ||
β' ενικ. | κοψοχόλιασες | θα κοψοχολιάσεις | να κοψοχολιάσεις | κοψοχόλιασε | ||
γ' ενικ. | κοψοχόλιασε | θα κοψοχολιάσει | να κοψοχολιάσει | |||
α' πληθ. | κοψοχολιάσαμε | θα κοψοχολιάσουμε | να κοψοχολιάσουμε | |||
β' πληθ. | κοψοχολιάσατε | θα κοψοχολιάσετε | να κοψοχολιάσετε | κοψοχολιάστε | ||
γ' πληθ. | κοψοχόλιασαν κοψοχολιάσαν(ε) |
θα κοψοχολιάσουν(ε) | να κοψοχολιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοψοχολιάσει | είχα κοψοχολιάσει | θα έχω κοψοχολιάσει | να έχω κοψοχολιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοψοχολιάσει | είχες κοψοχολιάσει | θα έχεις κοψοχολιάσει | να έχεις κοψοχολιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοψοχολιάσει | είχε κοψοχολιάσει | θα έχει κοψοχολιάσει | να έχει κοψοχολιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοψοχολιάσει | είχαμε κοψοχολιάσει | θα έχουμε κοψοχολιάσει | να έχουμε κοψοχολιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοψοχολιάσει | είχατε κοψοχολιάσει | θα έχετε κοψοχολιάσει | να έχετε κοψοχολιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοψοχολιάσει | είχαν κοψοχολιάσει | θα έχουν κοψοχολιάσει | να έχουν κοψοχολιάσει |
|