Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η χοληφόρος το χοληφόρο
      γενική του/της χοληφόρου του χοληφόρου
    αιτιατική τον/τη χοληφόρο το χοληφόρο
     κλητική χοληφόρε χοληφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοληφόροι τα χοληφόρα
      γενική των χοληφόρων των χοληφόρων
    αιτιατική τους/τις χοληφόρους τα χοληφόρα
     κλητική χοληφόροι χοληφόρα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοληφόρος < (λόγιο) (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική voies biliaires, χολή χολη- + -φόρος (<φέρω)

  Επίθετο επεξεργασία

χοληφόρος, -ος, -ο

  • που μεταφέρει προς ή από τη χολή
    τα χοληφόρα αγγεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία