↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χολόλιθος οι χολόλιθοι
      γενική του χολόλιθου
χολολίθου
των χολόλιθων
χολολίθων
    αιτιατική τον χολόλιθο τους χολόλιθους
χολολίθους
     κλητική χολόλιθε χολόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χολόλιθος (μαρτυρείται από το 1890)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cholélithe[2], (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική calcul biliaire[3]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χολόλιθος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1115, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. χολόλιθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας