χολοκυστεκτομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χολοκυστεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cholecystectomy[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xo.lo.ci.ste.ktoˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐λο‐κυ‐στε‐κτο‐μή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχολοκυστεκτομή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία χολοκυστεκτομή
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)