συκώτι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | συκώτι | συκώτια |
γενική | συκωτιού | συκωτιών |
αιτιατική | συκώτι | συκώτια |
κλητική | συκώτι | συκώτια |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συκώτι < μεσαιωνική ελληνική συκώτι < συκώτιον, υποκοριστικό του συκωτόν < φράση (ἧπαρ) συκωτόν (συκώτι ζώου θρεμμένου με σύκα) < συκωτός (θρεμμένος με σύκα) < σύκον
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συκώτι ουδέτερο
- (ανατομία) μεγάλος αδένας, στον άνθρωπο και στα άλλα σπονδυλωτά, στο επάνω δεξιό τμήμα της κοιλιακής χώρας, που εκκρίνει τη χολή και εκτελεί τις λειτουργίες του μεταβολισμού και της αποτοξίνωσης του αίματος
- (γαστρονομία) συκώτι ζώου για μαγείρεμα
- συκώτι μοσχαρίσιο στο φούρνο
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- συκώτι στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συκώτι