Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συκωταριά οι συκωταριές
      γενική της συκωταριάς των συκωταριών
    αιτιατική τη συκωταριά τις συκωταριές
     κλητική συκωταριά συκωταριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συκωταριά < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συκωταριά θηλυκό

  • το συκώτι μαζί με τα πνευμόνια και άλλα εντόσθια από σφάγιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία