ἧπαρ
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἡπᾰρ- ἡπᾰτ- | |||||
ονομαστική | τὸ | ἧπαρ | τὰ | ἥπατᾰ | |
γενική | τοῦ | ἥπατος | τῶν | ἡπάτων | |
δοτική | τῷ | ἥπατῐ | τοῖς | ἥπασῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | ἧπαρ | τὰ | ἥπατᾰ | |
κλητική ὦ! | ἧπαρ | ἥπατᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἥπατε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἡπάτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἧπαρ' όπως «ἧπαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἧπαρ < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *yókʷr̥. Συγγενή: ινδοευρωπαϊκή ρίζα *Hyák νέα ελληνική iecur, σανσκριτική यकृत् (yakṛt), περσική جگر (jegar), παλαιά αρμενική լեարդ (leard) .
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἧπαρ ουδέτερο
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ἧπαρ» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «ἧπαρ» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.