Δείτε επίσης: ήπαρ, ὕπαρ, ὑπάρ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἡπᾰρ- ἡπᾰτ-
ονομαστική τὸ ἧπαρ τὰ ἥπατ
      γενική τοῦ ἥπατος τῶν ἡπάτων
      δοτική τῷ ἥπατ τοῖς ἥπασῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἧπαρ τὰ ἥπατ
     κλητική ! ἧπαρ ἥπατ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἥπατε
γεν-δοτ τοῖν  ἡπάτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἧπαρ' όπως «ἧπαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἧπαρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yókʷr̥. Συγγενή: πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hyák λατινική iecur, σανσκριτική यकृत् (yakṛt), περσική جگر (jegar), παλαιά αρμενική լեարդ (leard) .

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἧπαρ ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία