iecur
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- iecur < πρωτοϊταλική *jekʷor < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yekʷr̥. Συγγενές με: αρχαία ελληνική ἧπαρ, σανσκριτικά यकृत् (yakṛt), περσικά جگر (jegar), παλαιά αρμενικά լեարդ (leard).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαiecur ουδέτερο
- (ανατομία) συκώτι
- (μεταφορικά) η έδρα της ψυχής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | iecur | iecoră |
γενική | iecoris | iecorum |
δοτική | iecorī | iecorĭbus |
αιτιατική | iecur | iecoră |
κλητική | iecur | iecoră |
αφαιρετική | iecore | iecorĭbus |
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | iecur | iecinoră |
γενική | iecinoris | iecinorum |
δοτική | iecinorī | iecinorĭbus |
αιτιατική | iecur | iecinoră |
κλητική | iecur | iecinoră |
αφαιρετική | iecinore | iecinorĭbus |