συκωτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | συκωτός | ἡ | συκωτή | τὸ | συκωτόν |
γενική | τοῦ | συκωτοῦ | τῆς | συκωτῆς | τοῦ | συκωτοῦ |
δοτική | τῷ | συκωτῷ | τῇ | συκωτῇ | τῷ | συκωτῷ |
αιτιατική | τὸν | συκωτόν | τὴν | συκωτήν | τὸ | συκωτόν |
κλητική ὦ! | συκωτέ | συκωτή | συκωτόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | συκωτοί | αἱ | συκωταί | τὰ | συκωτᾰ́ |
γενική | τῶν | συκωτῶν | τῶν | συκωτῶν | τῶν | συκωτῶν |
δοτική | τοῖς | συκωτοῖς | ταῖς | συκωταῖς | τοῖς | συκωτοῖς |
αιτιατική | τοὺς | συκωτούς | τὰς | συκωτᾱ́ς | τὰ | συκωτᾰ́ |
κλητική ὦ! | συκωτοί | συκωταί | συκωτᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συκωτώ | τὼ | συκωτᾱ́ | τὼ | συκωτώ |
γεν-δοτ | τοῖν | συκωτοῖν | τοῖν | συκωταῖν | τοῖν | συκωτοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συκωτός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίασυκωτός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- που έχει τραφεί με σύκα για πάχυνση
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De rebus boni malique suci, Chapter 4, p.771 @scaife.perseus
- ὥσπερ γε καὶ τὸ ἧπαρ τῶν ὑῶν, ὅταν ἰσχάδα ἐσθίωσιν, ὃ καλοῦσι συκωτόν.
- ΣτΕ: Από την αρχαιοελληνική έκφραση συκωτὸν ἧπαρ προέκυψε σταδιακά η λέξη συκώτι.
- ὥσπερ γε καὶ τὸ ἧπαρ τῶν ὑῶν, ὅταν ἰσχάδα ἐσθίωσιν, ὃ καλοῦσι συκωτόν.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis De victu acutorum, 3.11, p.657 @scaife.perseus
- ὁρᾶται γοῦν καὶ τὰ καλούμενα συκωτὰ διὰ τῆς τῶν ἰσχάδων ἐδωδῆς, μέγιστά τε καὶ ἥδιστα γιγνόμενα, προφανῶς τοῦ ἥπατος εὐτροφοῦντος ἐπὶ τῇ τῶν γλυκέων ἐδωδῇ·
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De rebus boni malique suci, Chapter 4, p.771 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συκωτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.