σῦκον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σῦκον | τὰ | σῦκᾰ |
γενική | τοῦ | σύκου | τῶν | σύκων |
δοτική | τῷ | σύκῳ | τοῖς | σύκοις |
αιτιατική | τὸ | σῦκον | τὰ | σῦκᾰ |
κλητική ὦ! | σῦκον | σῦκᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σύκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σύκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασῦκον ουδέτερο
- (φρούτο) σύκο
- ⮡ σῦκον Αἰγύπτιον: χαρούπι
- (ιατρική) σάρκωμα στα βλέφαρα ή άλλα σημεία του σώματος
- (ιατρική) αιμορροΐδες
- (μεταφορικά) αιδοίο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σῦκον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σῦκον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.