ficus
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαficus (en)
- ο φίκος
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαficus (la) θηλυκό
- η συκιά
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ficus | ficī |
γενική | ficī | ficōrum |
δοτική | ficō | ficīs |
αιτιατική | ficum | ficōs |
κλητική | fice | ficī |
αφαιρετική | ficō | ficīs |
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ficus | ficūs |
γενική | ficūs | ficuum |
δοτική | ficuī | ficibus |
αιτιατική | ficum | ficūs |
κλητική | ficus | ficūs |
αφαιρετική | ficū | ficibus |
Πηγές
επεξεργασία- ficus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.