σκώτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκώτι | τα | σκώτια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκώτι | τα | σκώτια |
κλητική | σκώτι | σκώτια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκώτι < συκώτι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκώτι ουδέτερο
- (ανατομία) (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του συκώτι
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκώτι
|