τζιέρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζιέρι | τα | τζιέρια |
γενική | του | τζιεριού | των | τζιεριών |
αιτιατική | το | τζιέρι | τα | τζιέρια |
κλητική | τζιέρι | τζιέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈd͡zie.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζιέ‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζιέρι ουδέτερο
- (ανατομία, ιδιωματικό, παρωχημένο) εντόσθιο, σπλάχνο, συκώτι
- (προσφώνηση) (μεταφορικά) προσφώνηση προσφιλούς προσώπου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- μου ’φαγες τα τζιέρια: (μεταφορικά) με βασάνισες
Μεταφράσεις
επεξεργασία τζιέρι
|
Πηγές
επεξεργασία- τζιέρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τζιέρι σελ.7190 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- τζιέρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)