• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εντόσθιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εντόσθιο τα εντόσθια
      γενική του εντόσθιου
& εντοσθίου
των εντόσθιων
& εντοσθίων
    αιτιατική το εντόσθιο τα εντόσθια
     κλητική εντόσθιο εντόσθια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εντόσθιο < εντόσθια < αρχαία ελληνική ἐντόσθια, ουδέτερο του ἐντόσθιος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εντόσθιο ουδέτερο

  • (ανατομία) (λόγιο) (σπάνιο στον ενικό) σπλάχνο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εντόσθιο
  • → δείτε τις λέξεις εντόσθια και σπλάχνο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εντόσθιο&oldid=5265574"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 01:21

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 01:21.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας