τζιβαέρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζιβαέρι | τα | τζιβαέρια |
γενική | του | τζιβαεριού | των | τζιβαεριών |
αιτιατική | το | τζιβαέρι | τα | τζιβαέρια |
κλητική | τζιβαέρι | τζιβαέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατζιβαέρι ουδέτερο
- ένας πολύτιμος λίθος
- (μεταφορικά) ο θησαυρός
- ※ Αχ, η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι μου, το μοσχολούλουδό μου, σιγανά και ταπεινά. (Από δημοτικό τραγούδι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τζιβαέρι
|