Δείτε επίσης: τζιέρι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζιβαέρι τα τζιβαέρια
      γενική του τζιβαεριού των τζιβαεριών
    αιτιατική το τζιβαέρι τα τζιβαέρια
     κλητική τζιβαέρι τζιβαέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζιβαέρι < τουρκική cevahir < αραβική جواهر (jawāhir), πληθυντικός του جوهرة (jawhara)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζιβαέρι ουδέτερο

  1. ένας πολύτιμος λίθος
     συνώνυμα: πετράδι
  2. (μεταφορικά) ο θησαυρός
    ※  Αχ, η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι μου, το μοσχολούλουδό μου, σιγανά και ταπεινά. (Από δημοτικό τραγούδι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία