τζοβαΐρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζοβαΐρι | τα | τζοβαΐρια |
γενική | του | τζοβαϊριού | των | τζοβαϊριών |
αιτιατική | το | τζοβαΐρι | τα | τζοβαΐρια |
κλητική | τζοβαΐρι | τζοβαΐρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τζοβαΐρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική cevahir < οθωμανική τουρκική جوهر (cevahir) < αραβική جواهر (jawāhir) < περσική گوهر (gowhar)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζοβαΐρι ουδέτερο
- ένας πολύτιμος λίθος
- (μεταφορικά) ο θησαυρός
- τζοβαΐρι μου!
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τζοβαΐρι
|