τζοβαϊρικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τζοβαϊρικό < τζοβαΐρι + -ικό < οθωμανική τουρκική جوهر (cevahir) < αραβική جواهر (jawāhir) < περσική گوهر (gowhar)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζοβαϊρικό ουδέτερο
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του τζοβαΐρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία τζοβαϊρικό
|