μοσχολούλουδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοσχολούλουδο ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) λουλούδι που μοσχομυρίζει
- ※ Αχ, η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι μου, το μοσχολούλουδό μου, σιγανά και ταπεινά. (Από δημοτικό τραγούδι)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοσχολούλουδο
|