συκωτάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συκωτάκι | τα | συκωτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | συκωτάκι | τα | συκωτάκια |
κλητική | συκωτάκι | συκωτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συκωτάκι < συκώτι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυκωτάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του συκώτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία συκωτάκι
|