χοληστερόλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χοληστερόλη < χοληστερ(ίνη) + -όλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cholestérole < cholestér(ine) + -ol.[1] Η λέξη δημιουργήθηκε το 1859 από τον Γάλλο χημικό Marcellin Berthelot.[2] βλ. και λήμμα χοληστερίνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχοληστερόλη θηλυκό
- (ιατρική) ο ιατρικός όρος για τη χοληστερίνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία χοληστερόλη
→ δείτε τη λέξη χοληστερίνη |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χοληστερόλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- χοληστερόλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χοληστερόλη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)