χολικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χολικός | η | χολική | το | χολικό |
γενική | του | χολικού | της | χολικής | του | χολικού |
αιτιατική | τον | χολικό | τη | χολική | το | χολικό |
κλητική | χολικέ | χολική | χολικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χολικοί | οι | χολικές | τα | χολικά |
γενική | των | χολικών | των | χολικών | των | χολικών |
αιτιατική | τους | χολικούς | τις | χολικές | τα | χολικά |
κλητική | χολικοί | χολικές | χολικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χολικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαχολικός
- σχετικός με τη χολή
Μεταφράσεις
επεξεργασία χολικός
|