mélancolique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
mélancolique < αρχαία ελληνική
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.lɑ̃.kɔ.lik/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mélancolique | mélancoliques |
mélancolique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
mélancolique < αρχαία ελληνική
ενικός | πληθυντικός |
mélancolique | mélancoliques |
mélancolique (fr) αρσενικό ή θηλυκό