Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψυχοπλακωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ψυχοπλακωτικ
ός
η
ψυχοπλακωτικ
ή
το
ψυχοπλακωτικ
ό
γενική
του
ψυχοπλακωτικ
ού
της
ψυχοπλακωτικ
ής
του
ψυχοπλακωτικ
ού
αιτιατική
τον
ψυχοπλακωτικ
ό
την
ψυχοπλακωτικ
ή
το
ψυχοπλακωτικ
ό
κλητική
ψυχοπλακωτικ
έ
ψυχοπλακωτικ
ή
ψυχοπλακωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ψυχοπλακωτικ
οί
οι
ψυχοπλακωτικ
ές
τα
ψυχοπλακωτικ
ά
γενική
των
ψυχοπλακωτικ
ών
των
ψυχοπλακωτικ
ών
των
ψυχοπλακωτικ
ών
αιτιατική
τους
ψυχοπλακωτικ
ούς
τις
ψυχοπλακωτικ
ές
τα
ψυχοπλακωτικ
ά
κλητική
ψυχοπλακωτικ
οί
ψυχοπλακωτικ
ές
ψυχοπλακωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψυχοπλακωτικός
<
ψυχοπλακώνω
Επίθετο
επεξεργασία
ψυχοπλακωτικός, -ή, -ό
που προκαλεί
ψυχοπλάκωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψυχοπλακωτικός